στόμαχον

στόμαχον
στόμαχος
throat
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… …   Wikipedia

  • εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • πλαδώ — άω, ΜΑ 1. (ιδίως για τη σάρκα) είμαι πλαδαρός, μαλακός, χαλαρός 2. σήπομαι, μουχλιάζω αρχ. 1. (αμτβ. τ. παρατ.) ἐπλάδα (κατά τον Ησύχ.) «κατέδευεν» 2. μτφ. (για τον νου) είμαι ή γίνομαι αδρανής, χαύνος, ναρκώνομαι διανοητικά 3. φρ. «πλαδᾱν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • προσίνομαι — και προσινῶ, όω, Α βλάπτω, προξενώ κακό εκ τών προτέρων («ἐτελεύτα προσινωθεὶς στόμαχον καὶ βηχὸς προπειραθείς», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σίνομαι / σινῶ «βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκλύω — Α εξασθενώ, χαλαρώνω ακόμη περισσότερο («μὴ προσεκλύειν τὸν στόμαχον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκλύω «λύνω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… …   Dictionary of Greek

  • συνεκτέμνω — Α αποκόπτω και συνεξάγω («συνεκτεμεῑν κοιλίαν καὶ στόμαχον καὶ ἧπαρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτέμνω «κόβω, αφαιρώ, εξάγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

  • ψούδια — και δ. γρφ ψουδία και σε κώδ. ψοδία, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες και κυρίως στον τ. ψουδία) «ψευδῆ» 2. «Λάκωνες δὲ τὸν στόμαχον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”